ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Μετά την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 137Α ), του νέου νόμου 4488/2017, που εισάγει ασφαλιστικές και εργασιακές μεταρρυθμίσεις, επιχειρούμε μία πρώτη προσέγγιση των διατάξεών του και των υποχρεώσεων για τις εμπορικές επιχειρήσεις που αυτές συνεπάγονται.
Υπάρχουν πολλά προβλήματα στο ασφαλιστικό πλαίσιο και στο εργασιακό σύστημα της χώρας αλλά πάντα υπάρχουν λύσεις και οφείλουμε να τις ανιχνεύουμε και να τις εφαρμόζουμε. Κατά τον κοινωνικό διάλογο που προηγήθηκε του νόμου, προτείναμε τεκμηριωμένες και ρεαλιστικές προτάσεις, (αρκετές από τις οποίες έγιναν δεκτές) καθώς και την ενεργό συμμετοχή μας στην διαμόρφωση των απαιτούμενων πολιτικών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι σημαντικότερες κατ’ άρθρο αλλαγές που περιέχει ο νέος νόμος, είναι οι ακόλουθες:
Άρθρο 11
Ικανοποιείται το αίτημα της ΕΣΕΕ για εισαγωγή προαιρετικής αυξημένης καταβολής εισφορών σε σχέση με τις τρέχουσες του ν. 4387/2016, σε όσους ασφαλισμένους το επιθυμούν και το επιδιώκουν.
Θεωρούμε αυτονόητο ότι, αυτή η αυξημένη καταβολή θα οδηγήσει αυτόματα τους συγκεκριμένους ασφαλισμένους σε άμεσα, ξεκάθαρα και σαφή πλεονεκτήματα, τα οποία θα ανταποκρίνονται τόσο σε βελτιωμένη ποσοτικά σύνταξη, όσο και σε ποιοτική αναβάθμιση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και νοσηλείας. Ως ΕΣΕΕ μάλιστα εξακολουθούμε να επιδιώκουμε, οι επιπλέον παροχές αυτής της δυνατότητας αναβάθμισης, να συμπεριλάβουν και όλους τους ασφαλισμένους επιχειρηματίες και επαγγελματίες που ήδη καταβάλλουν το μάξιμουμ των ασφαλιστικών εισφορών.
Περαιτέρω, στην εισαγόμενη διάταξη γίνεται αναφορά στο άρθρο 98 ν. 4387/2016, που προβλέπει έκπτωση στις ασφαλιστικές εισφορές των επιστημόνων για το διάστημα 2017-2020. Οι εκπτώσεις αυτές πρέπει, για λόγους ισότητας, να ισχύσουν, μέσω των εγκυκλίων που θα εκδοθούν για την εφαρμογή του νόμου, όχι μόνο για τους επιστήμονες αλλά και για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, η ΕΣΕΕ υπέβαλε επίσης πρόταση που θα συνεισφέρει στην βελτίωση και μετεξέλιξη των όρων της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, χωρίς κανένα κόστος στον προϋπολογισμό τόσο του ΕΦΚΑ, όσο και του κράτους. Ειδικότερα, αναφερόμαστε στους εμπόρους των τουριστικών περιοχών, όπου το μοντέλο επιχειρηματικότητας διαφέρει σημαντικά από αυτό που επικρατεί στην υπόλοιπη Ελλάδα, στηριζόμενο κατά κύριο λόγο στην εποχική λειτουργία. Για την συγκεκριμένη ομάδα επιχειρηματιών, θεωρούμε ότι θα πρέπει η καταβολή των ασφαλιστικών τους εισφορών να ακολουθεί χρονικά αυτήν ακριβώς την εποχικότητα με αντίστοιχες καταβολές στην αντίστοιχη περίοδο. Η υλοποίηση της πρότασής μας θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις αυτές να αντιμετωπίσουν τον διαρκώς αυξανόμενο ανταγωνισμό και την γενικότερη κρίση της οικονομίας, βοηθώντας τις ταυτόχρονα να ανταποκριθούν στις μεγάλες απαιτήσεις που έχει από τον κλάδο του τουρισμού η χώρα γενικότερα.
Αν και η συγκεκριμένη πρόταση δεν πέρασε με τον υπό κρίση νόμο, εντούτοις παραμένει στην ατζέντα των συζητήσεων μεταξύ ΕΣΕΕ και Υπουργείου και ευελπιστούμε ότι σύντομα θα νομοθετηθεί.
Άρθρο 15
Με το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπονται τα του συμψηφισμού και της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών στον ΕΦΚΑ. Συγκεκριμένα, παρέχεται η δυνατότητα στους δικαιούχους είτε να εισπράξουν τα επιστρεφόμενα ποσά (μετά τον συμψηφισμό με οφειλόμενα ποσά) είτε να αφήσουν τα χρήματα ως «πιστωτικό υπόλοιπο» προκειμένου αυτό να συμψηφιστεί με μελλοντικές εισφορές.
Η διάταξη είναι θετική αλλά αυτό που δεν προβλέπεται είναι τι γίνεται με τις εισφορές που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως πριν τον ΕΦΚΑ.
Παράλληλα, ζητήσαμε να ορισθεί ρητά χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα επιστρέφονται οι εισφορές (π.χ. εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης επιστροφής).
Ευελπιστούμε ότι οι ως άνω προτάσεις μας θα υλοποιηθούν, μέσω της προβλεπόμενης από τον νόμο Υπουργικής Απόφασης που θα εκδοθεί στο προσεχές χρονικό διάστημα.
Τέλος, το συγκεκριμένο άρθρο κατά ένα μέρος έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 34 ν. 4387/2016, στις περιπτώσεις που καταβλήθηκαν εισφορές χωρίς ασφαλιστέα ιδιότητα. Το ορθό είναι να δοθεί η δυνατότητα στον ασφαλισμένο να δηλώσει εγγράφως, εάν το επιθυμεί, ότι ο χρόνος αυτός είναι ισχυρός και να μην επιστρέφονται οι εισφορές.
Άρθρο 18
Οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού αναφέρονται στην δυνατότητα του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών να έχει απευθείας πρόσβαση στο Σύστημα Μητρώου Τραπεζικών Λογαριασμών.
Αυτό που ζητήσαμε από το Υπουργείο είναι, οι διαδικασίες είσπραξης των οφειλών από το ΚΕΑΟ, να διασφαλίζουν την πλήρη και έγκαιρη ενημέρωση των οφειλετών, πριν την λήψη οποιωνδήποτε μέτρων κατάσχεσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης.
Άρθρο 20
Με τις συγκεκριμένες διατάξεις, αποδεσμεύεται η ασφάλιση από την «ιδιότητα» του μηχανικού και του δικηγόρου και μεταφέρεται στο «επάγγελμα». Καλώς γίνεται αυτό, καθώς διορθώνεται μια αδικία του νόμου για τις συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματιών. Πλέον, οι μηχανικοί και οι δικηγόροι θα έχουν υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών μόνο από την έναρξη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας στις Δ.Ο.Υ. και για όσο διάστημα αυτή διαρκεί.
Πέραν αυτών –και αυτό θα πρέπει να ισχύει για όλους τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες- καταθέσαμε πρόταση για υπολογισμό και καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με το εισόδημα του τρέχοντος έτους, έστω με χρονική καθυστέρηση, αντί του υπολογισμού αυτών επί προηγούμενων ετών, που συνήθως δεν συμβαδίζουν με την μεταβαλλόμενη οικονομική κατάσταση του ασφαλισμένου. Στην κατεύθυνση αυτή, οι δηλώσεις ΦΠΑ θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο. Το Υπουργείο δεσμεύτηκε να μελετήσει την πρότασή μας, την οποία και θα επαναφέρουμε προς συζήτηση με την πρώτη ευκαιρία.
Άρθρο 31
Κατά τη διενέργεια ελέγχου της επιχείρησης από το ΣΕΠΕ, οι ευρισκόμενοι στο χώρο εργασίας υποχρεούνται να δείχνουν την αστυνομική τους ταυτότητα ή άλλο αποδεικτικό της ταυτοπροσωπίας έγγραφο, εφόσον τους ζητηθεί από τους Επιθεωρητές Εργασίας. Παράλληλα, προβλέπονται οι κυρώσεις που επιβάλλονται στον εργοδότη ή οποιονδήποτε τρίτο αρνείται την είσοδο και πρόσβαση ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών ή παρέχει ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία.
Η βασική διαφορά σε σχέση με το προϋφιστάμενο πλαίσιο είναι ότι πλέον, για τα ελεγκτικά όργανα, έχει την ίδια βαρύτητα και αντιμετώπιση η παρεμπόδιση του ελέγχου ή η άρνηση παροχής πληροφοριών, είτε αυτή προέρχεται μόνο από τον εργοδότη (όπως ίσχυε μέχρι τώρα) είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο στην επιχείρηση.